- ἐπῳδῆς
- ἐπῳδήsong sung tofem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επώδης — ἐπώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώδης (< όζω < *όδ jω), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα τού θ. οδ (πρβλ. δυσ ώδης)] … Dictionary of Greek
ἐπῶδες — ἐπώδης rank smelling masc/fem voc sg ἐπώδης rank smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισύλλαβος — η, ο / τρισύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.). επίρρ... τρισυλλάβως Α με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σύλλαβος (<… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek